κονφερανσιέ

κονφερανσιέ
ο
άτομο που συνδέει με την ομιλία του τις διάφορες σκηνές τών θεατρικών έργων ή παρουσιάζει τα διάφορα νούμερα τών θεατρικών επιθεωρήσεων ή ψυχαγωγεί τους θεατές, ιδιαίτερα κατά τα διαλείμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. conferencier «ομιλητής διαλέξεως». Στην Ελληνική ωστόσο η σημασία εξελίχθηκε σε «παρουσιαστής» (θεατρικών έργων, βαριετέ κ.λπ.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοσχολόγος — μοσχολόγος, ὁ (Α) είδος υποκριτή ή μίμου, σαν τον σημερινό κονφερανσιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + λόγος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”